- νομίουρος
- νομίουρος, ὁ (Α)αυτός που φυλάει τη βοσκή, ο φύλακας τής νομής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή + -(ι)ουρος < *-ο-ορος (πρβλ. ὅρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω», άλλος τ. αρχαϊκού ενεστ. τού ὁρῶ), πιθ. κατά το ἐπί-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.